- επιχαλύβωση
- ητο να επιχαλυβώνεται κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιχαλύβωση — και επιχαλύβδωση, η 1. η επικάλυψη τής επιφάνειας σιδερένιου αντικειμένου με χάλυβα 2. η επιφανειακή σκλήρυνση τού σιδήρου με ενανθράκωση … Dictionary of Greek